αλουμινένιος

αλουμινένιος
-α, -ο
ο κατασκευασμένος από αλουμίνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλουμίνιο + παραγ. κατάλ. -ένιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”